- προσγενής
- -ές, ΜΑ1. συγγενικός2. (ιδίως το αρσ. ως ουσ.) ὁ προσγενήςο συγγενής.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. συγ-γενής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσγενής — akin masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγενῆ — προσγενής akin neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προσγενής akin masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προσγενής akin masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγενεῖς — προσγενής akin masc/fem acc pl προσγενής akin masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγενές — προσγενής akin masc/fem voc sg προσγενής akin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγενοῦς — προσγενής akin masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγενέσιν — προσγενής akin masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγενῶν — προσγενής akin masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσγενῶς — προσγενής akin adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
сродник — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. соотечественник, соплеменник; (προσγενής) родственник.… … Словарь церковнославянского языка
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek